- φυσίγναθος
- φῡσίγναθος , φυσίγναθοςPuff-cheekmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσίγναθος — ο / φυσίγναθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υδρόβιων αγάμων τής Άπω Ανατολής και τής Αυστραλίας αρχ. (κωμική λέξη για βάτραχο) φουσκομάγουλος, φουσκομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τις λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και γνάθος. Η λ. ως … Dictionary of Greek
φυσιγναθώ — έω, Μ [φυσίγναθος] φουσκώνω τα μάγουλά μου … Dictionary of Greek
φυσιγνάθου — φῡσιγνάθου , φυσίγναθος Puff cheek masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίγναθε — φῡσίγναθε , φυσίγναθος Puff cheek masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίγναθον — φῡσίγναθον , φυσίγναθος Puff cheek masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)